- πλανημάτων
- πλάνημαwanderingneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλάνημα — τὸ, Α [πλανώμαι] (ποιητ. τ.) 1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.) 2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.) … Dictionary of Greek